- παράλληλος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που βρίσκεται πλάι, κοντά σε άλλον, σχετικός, που έχει ομοιότητες ή αναλογίες προς κάποιον άλλον, που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί: Παράλληλα γεγονότα. – Παράλληλα φαινόμενα. – Βίοι παράλληλοι.2. (μαθημ.), γραμμές ή επιφάνειες που όσο κι αν επιμηκυνθούν δεν συναντιούνται: Οι κάθετες ευθείες πάνω στην ίδια ευθεία γραμμή είναι παράλληλες μεταξύ τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.